- μνημονικός
- -ή, -ό (Α μνημονικός, -ή, -όν) [μνήμων]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μνήμη ή στην ανάμνηση2. το ουδ. ως ουσ. το μνημονικό(ν)η μνήμη, το θυμητικό («έχει δυνατό μνημονικό»)νεοελλ.1. αυτός που συντελεί στην απομνημόνευση ή την υπενθύμιση («μνημονική λέξη»2. το θηλ. ως ουσ. η μνημονικήη μνημονευτικήαρχ.1. αυτός που έχει καλή μνήμη2. αυτός που γίνεται για ανάμνηση ή υπόμνηση («μνημονικὴ συγγραφή», πάπ.)3. φρ. α) «μνημονικὸν τέχνημα» — ένας από τους τρόπους τεχνικής απομνημόνευσης ο οποίος εφευρέθηκε από τον Σιμωνίδηβ) «μνημονικόν παράγγελμα» — κανόνας για την τεχνική μνήμη.επίρρ...μνημονικῶς (Α)1. με μνημονικό τρόπο («συνθεῑναί τι μνημονικῶς», Σέξτ. Εμπ.)2. απ' έξω («ὅτι καὶ μνημονικῶς καὶ δυνατῶς ὁ Φίλιππος εἴποι», Αισχίν.).
Dictionary of Greek. 2013.